

Confessions is the name of a series of thirteen autobiographical books by St. Augustine of Hippo written between AD 397 and AD 398. In modern times, the books are usually published as a single volume known as The Confessions of St. Augustine in order to distinguish the book from other books with similar titles such as Jean-Jacques Rousseau's Confessions.
The book tells about his sinful youth and how he converted to Christianity. It is widely seen as the first Western autobiography ever written, and would be an influential model for Christian writers throughout the following 1000 years of the Middle Ages. It is not a complete autobiography, as it was written in his early 40s, and he lived long afterwards, producing another important work (City of God); it does, nonetheless, provide an unbroken record of his evolution of thought and is the most complete record of any single individual from the 4th and 5th centuries. It is a significant theological work. In the work St. Augustine talks about how much he regrets having led a sinful and immoral life. He talks about how he regrets following the Manichaean religion and believing in astrology. And he talks about how Nebridius helped to persuade him that astrology was not only incorrect but evil. And he talks about how St. Ambrose helped convert him to Christianity. He also talks about how much he regrets his sexual sins and how important sexual morality is to him. He also says that when he was in school that his favorite subject was mathematics because it was concrete and rigorously defined whereas other subjects were not.2 εβδομάδες είχαν περάσει που έψαχνα για σπίτι κ είχα αρχίσει να απελπίζομαι… Τότε συνάντησα το τέλειο! Λίγο παλιό, αλλά μεγάλο, φωτεινό, φτηνό κ ακριβώς πάνω απ’ τον λευκό πύργο!
Το έκλεισα την ίδια μέρα κ την επόμενη ξεκίνησα την μετακόμιση. Καθώς δεν είχα ξανανέβει με τις σκάλες όταν άρχισα να κουβαλάω διαπίστωσα ότι υπήρχε ένας ημιώροφος με ένα διαμέρισμα ακριβώς κάτω από το δικό μου. Το περίεργο όμως δεν ήταν αυτό… Το διαμέρισμα ήταν σφραγισμένο με 2 αστυνομικές κορδέλες, η μια έλεγε απαγορεύεται η είσοδος κ η άλλη τόπος εγκλήματος! Όταν ρώτησα, κανείς δεν ήξερε τίποτα, εκτός από τον διαχειριστή που μου είπε κάτι ασυναρτησίες για κάποιον που είχε χρέη κ του πήραν το σπίτι…
Οι μέρες περνούσαν ήρεμα κ συνήθιζα να χρησιμοποιώ τις σκάλες, όταν μια μέρα όπως ανέβαινα, βλέπω την πόρτα στον ημιώροφο μισάνοιχτη, χωρίς όμως να έχουν πειραχτεί οι κορδέλες. Περίεργη όπως είμαι δεν άντεξα να μην κοιτάξω…το σκοτεινό δωμάτιο έμοιαζε με αποθήκη κ ήταν γεμάτο βιβλία. Στη μέση, πάνω στο πάτωμα κ σε βιβλία, ένας άνθρωπος με γυρισμένη την πλάτη καθόταν σκυμμένος. Κάτι απροσδιόριστα αφύσικο στο θέαμα έκανε το αίμα μου να παγώσει κ ανέβηκα σπίτι μου σαν κυνηγημένη.
Αποφάσισα να χρησιμοποιώ μόνο το ασανσέρ κ να το ξεχάσω, ένα βράδυ όμως, ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό έσπασε την γαλήνη της νύχτας. Το ουρλιαχτό ξανακούστηκε κ έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Η κοπέλα απ’ τον τρίτο ούρλιαζε μέσα στο ασανσέρ καθώς αυτό ανέβαινε. Όταν επιτέλους σταμάτησε κ βγήκε, κάτωχρη κ κλαμένη, άρχισε να μας φωνάζει «τον είδα σας λέω!!! τον είδα, αλήθεια πιστέψτε με, στον ημιώροφο μπήκε στο ασανσέρ…!!!»…μόνο που στον ημιώροφο δεν είχε στάση…
Εγώ δυστυχώς έτυχε να μετακομίσω μια εβδομάδα μετά. Ποτέ δεν μάθαμε τι είχε γίνει στο διαμέρισμα του ημιώροφου… για να είμαι ειλικρινής εγώ δεν θέλησα να το ψάξω κ παραπάνω, αλλά αν ποτέ κάποιος με ρωτήσει αν έχω δει φάντασμα, θα πω ναι, ζούσα μαζί του 4 μήνες…
Στα είκοσι είχε κατακτήσει την πόλη με το άγριο κορμί της, ένα και ογδόντα, που φέγγιζε πίσω από το αλυσιδωτό της φόρεμα.
Κυκλοφορούσε με ανέμελη σιγουριά, εκδηλώνοντας την κυριαρχία της πάνω στον κόσμο.
Η πόλη ήταν το μεταφορικό της μέσο
Κολυμπούσε στους κόλπους της σαν ψάρι…
Πέθανε στα είκοσι ένα, πνιγμένη μέσα σε μία μπανιέρα με κρύο νερό, ένα σώμα γεμάτο από κάθε λογής όνειρα θολά και παλλόμενα.
Δίπλα στη σκιά τις εικόνας της
κρύα πλακάκια
Το πτώμα της χόρευε σε κάθε έρημο του μυαλού μου καλυμμένο μόνο με διάφανες ίνες
ίνες που άγγιζαν τις άκρες της όσφρησης,
θεάθηκε στην θάλασσα των σκιών μου.
Ποιες μακάβριες κολάσεις περιμένουν τον Ίκαρο;
2 Απριλίου 2008
Ιούλιος 2007
Το καλοκαίρι είναι και φέτος δροσερό!
Ακόμα κι από εδώ μπορώ να ακούω το κύμα, να νοιώθω το δροσερό αεράκι να με χαϊδεύει απαλά και να γεμίζει τα πνευμόνια μου, ο ήλιος δε με καίει.
Αυτά εδώ.
Φέτος δεν ήρθε μέχρι εδώ το πύρινο μέτωπο της λαίλαπας, εξάλλου δεν υπάρχουν και πολλά για να καταβροχθίσει. Δίπλα στη θάλασσα μοιάζουν όλα ειρηνικά.
Θα μπορούσα να μη μάθω ποτέ τίποτα, να μη με ενδιαφέρει. Μόνο στην τηλεόραση βλέπω κάθε μέρα το τρομακτικό έργο της φωτιάς. Παντού σε όλη την Ελλάδα άπειρες εστίες ξεφυτρώνουν συνεχώς, κατατρώγοντας τα πάντα.
Ένα συνηθισμένο πρωί, μιας συνηθισμένης ημέρας στις αρχές του Απρίλη, στα εικοσιένα. Ο καιρός αίθριος στην Αττική. Οι δείκτες του ρολογιού άγγιζαν τις πρώτες μεσημεριανές ώρες. Η τηλεόραση ανοιχτή στη σίγαση και μουσική να παίζει σε συνειδητά επίπεδα έντασης αλλά όχι δυνατά. Και τα πρώτα συμπτώματα.
Έντονη ξαφνική μελαγχολία και δυσκολία αναπνοής. Σταδιακό αίσθημα πνιγμού. Ταχυκαρδία και δυσφορία. Έντονος πονοκέφαλος. Ζάλη. Το περιβάλλον παίρνει μια ψυχρή και σκοτεινή απόχρωση σαν να ρυθμίζει κανείς ψηφιακά τα επίπεδα φωτεινότητας στην ατμόσφαιρα. Κρύος ιδρώτας, βαθιές αναπνοές – αδύνατον. Αδυναμία. Ο θόρυβος γίνεται βοή στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Το τοπίο ακόμη πιο γκρί. Ξαφνικά κλειστοφοβικά συναισθήματα, οι αισθήσεις σε εγρήγορση. Το μυαλό κάνει αρνητικές σκέψεις. Νομίζω ότι κάτι κακό θα συμβεί. Η αναπνοή γίνεται σπασμωδική και παραμένει έτσι για το υπόλοιπο δεκάλεπτο.
Εκείνη την ημέρα , όποτε κοιτούσα τους δείκτες του ηλεκτρονικού ρολογιού έβλεπα τα ίδια νούμερα.