Ενθουσιασμένος από την επίσκεψή μου στο μουσείο, δεν παρέλειψα στο τέλος να περάσω από το κατάστημά του, όπου μπορεί κανείς να αγοράσει ενθύμια καθώς και βιβλία. Βεβαίως , ένα μουσείο φυσικής ιστορίας,κατακλύζεται καθημερινά και από πολυάριθμους μικρούς επισκέπτες,συνοδευόμενους συνήθως από τους γονείς τους ή από τους δασκάλους τους.
Ο χώρος του καταστήματος του μουσείου είναι χωρισμένος σε δύο μέρη. Ένα ισόγειο χώρο, όπου κουκλάκια,μινιατούρες, παιχνίδια και αντίγραφα από τα εκθέματα,περιμένουν μικρούς και μεγάλους κι ένα πατάρι, σαν μικρός εξώστης, που λειτουργεί ως βιβλιοπωλείο και βλέπει στον υπόλοιπο ισόγειο χώρο.
Κατά σύμτωση, συνέβη να βρίσκομαι στο πατάρι,όταν άκουσα μια γυναικεία φωνή να φωνάζει:΄΄Τοny,Tony,where are you”. Η φωνή της ίσα που ξεχώρισε στ’αυτιά μου, εξ’αιτίας της γενικής φασαρίας του χώρου. Μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία, συνέχισα να περιεργάζομαι ένα βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου. Αφού πέρασε περίπου ένα λεπτό, η ίδια φωνή ακούστηκε ξανά, αλλά αυτή τη φορά, πιο δυνατά και με ένα τόνο σπαρακτικό. Η φωνή της, πλέον, διαπερνούσε το χώρο και η περιέργεια πήρε τη θέση της αρχικής μου αδιαφορίας. Σκύβοντας λοιπόν,από το ξύλινο προστατευτικό κάγκελο,ξεχωρίζω ανάμεσα στον κόσμο, μια γυναίκα αναψοκοκκινισμένη,να στρέφει το κεφάλι της με αγωνία,προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι κινήσεις της ήταν νευρικές και κάνοντας απότομα βήματα,περνούσε από τη μια πλευρά στην άλλη, ξεγλυστρώντας επιδέξια, ανάμεσα στον σχεδόν υπνωτισμένο κόσμο. Τα χέρια της σφίγγανε μ’ένταση τους δερμάτινους γιακάδες του σακακιού της. Πότε πότε,ανασήκωνε τα μαλλιά από το μέτωπό της,μπλέκοντας τα με μανία στα δάκτυλά της.Ξαφνικά, άρχισε να τρέχει προς την έξοδο,συνεχίζοντας να φωνάζει σχεδόν υστερικά.
Στεκόμουν ακίνητος τα κοιτάζω,μία προς την κατεύθυνση που έφυγε τρέχοντας η γυναίκα,και μία ατενίζοντας πανοραμικά όλον το χώρο,προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που συμβαίνει. Προς μεγάλη μου έκπληξη,ο κόσμος συνέχιζε αδιάφορα να περιπλανιέται εκεί κάτω,ανυποψίαστος,σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Η φωνή της γυναίκας,σα να έψαχνε να βρει αυτιά ν’ακουστεί,ακούστηκε ξανά,αυτή τη φορά από απόσταση. Μετά από λίγα δεπτερόλεπτα,και σχεδόν κινηματογραφικά,βρέθηκε πάλι στο χώρο του καταστήματος,συνοδευόμενη από έναν άνδρα της ασφάλειας ,ο οποίος προσπαθούσε να την ηρεμήσει ενώ παράλληλα μιλούσε στο γουόκι-τόκι που κρατούσε στα χέρια του. Αισθάνθηκα ότι ήμουν ο μόνος παρευρισκόμενος που είχα καταλάβει τον εφιάλτη της δύστυχης αυτής γυναίκας. Αφήνω βιαστικά ένα βιβλίο,που εξακολουθούσα μηχανικά να κρατώ στα χέρια μου,κι επιστρέφοντας τη βλέπω ξαφνικά να πέφτει πάνω σ’ένα αγοράκι περίπου επτά χρονών,το οποίο εμφανίστηκε απ’το πουθενά,και να το συνθλίβει στην σφικτή αγκαλιά της. To φιλούσε,το χάιδευε με μια τεράστια ανακούφιση ενώ,απ’όσο κατάλαβα δεν το ρώτησε τίποτα για το που ήταν,μακρυά από τη μητέρα του,παρά μόνο σκουπίζοντας τα δάκρυα στο πρόσωπό της αναφωνούσε ‘’Τοny,my baby ,oh Tony’’. Έμεινα εκεί να παρακολουθώ τη δυνατή αυτή σκηνή και να μοιράζομαι κρυφά τη χαρά της γυναίκας εώς ότου απομακρύνθηκε παρέα με το μικρό αγγελούδι της.
1 comment:
εσύ μετά θα έπρεπε να αγκαλιάσεις τη μάνα του tony και να τη συνθλίψεις με τα στιβαρά σου μπράτσα!
Post a Comment